- παλαίχθων
- παλαίχθωνthat has been long in a countrymasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παλαίχθων — παλαίχθων, ονος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που κατοικεί κάπου για πολύ χρόνο, παλιός κάτοικος περιοχής ή χώρας («παλαίχθων δῆμος Ἀθηναίων», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + χθών, χθονός (πρβλ. αυτό χθων)] … Dictionary of Greek
παλαῖχθον — παλαίχθων that has been long in a country masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλαίχθονος — παλαίχθων that has been long in a country masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χθων — η / χθών, ονός, ΝΑ ως κύριο όν. η Χθων μυθ. προσωποποιημένη θεότητα τής γης, που ταυτίζεται με τη Γαία και την οποία θεωρούσαν μητέρα τών Τιτάνων, τών Σειρήνων, τών Γιγάντων και τού Τυφώνος αρχ. 1. η γη, το έδαφος, το χώμα (α. «χθονὶ γυῑα… … Dictionary of Greek